χράμι

χράμι
και χρέμι και χιράμι, το, Ν
1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό
2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χράμι — χράμι, το και χιράμι, το (λ. τουρκ. από την αραβ.) 1. μάλλινο χοντρό ύφασμα. 2. μάλλινο σεντόνι. 3. μάλλινη κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • χιράμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek

  • χρέμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”